κοτινηφόρος

From LSJ
Revision as of 18:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτῐνηφόρος Medium diacritics: κοτινηφόρος Low diacritics: κοτινηφόρος Capitals: ΚΟΤΙΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kotinēphóros Transliteration B: kotinēphoros Transliteration C: kotiniforos Beta Code: kotinhfo/ros

English (LSJ)

ον, A producing wild olive-trees, Mosch.Fr.3.2. II winning a crown of wild olive, Ζηνὸς κ. ἆθλον Inscr.Magn.181.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῐνηφόρος: -ον, παράγων ἀγρίας ἐλαίας, ἄγρια ἐλαιόδενδρα, Μόσχ. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des oliviers sauvages.
Étymologie: κότινος, φέρω.

Greek Monolingual

κοτινηφόρος, -ον (Α)
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές
2. αυτός που φέρει στεφάνι από κότινο, από αγριελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + -φόρος (< φόρος < φέρω). Το -η- είναι συνδετικό φωνήεν και εμφανίζεται αντί του αναμενόμενου -ο- πιθ. για μετρικούς λόγους (πρβλ. θανατ-η-φόρος, στεφαν-η-φόρος)].

Greek Monotonic

κοτῐνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που παράγει άγρια ελαιόδενδρα, σε Μόσχ.

Middle Liddell

κοτῐνη-φόρος, ον φέρω
producing wild olive-trees, Mosch. [from κότῐνος]