ἀπολυμαντήρ

From LSJ
Revision as of 19:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολῡμαντήρ Medium diacritics: ἀπολυμαντήρ Low diacritics: απολυμαντήρ Capitals: ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΗΡ
Transliteration A: apolymantḗr Transliteration B: apolymantēr Transliteration C: apolymantir Beta Code: a)polumanth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (λύμη) A destroyer: δαιτῶν ἀ. one who destroys one's pleasure at dinner, kill-joy (or a devourer of remnants, lick-plate), Od.17.220,377.

German (Pape)

[Seite 313] ῆρος, ὁ, Hom. zweimal, Od. 17, 220 πτωχὸν ἀνιηρόν, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα, 377 πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες, Homerisch das compos. ἀπολυμαντήρ statt des simpl. λυμαντήρ, δαιτῶν ἀπολυμαντήρ = ὁ τὰς δαῖτας λυμαινόμενος, λυμεὼν τῶν εὐωχιῶν, Störer der Mahle, vgl. Apoll. Lex. Hom. 40, 13 Scholl. u. Eustath. Od. 17, 220.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολῡμαντήρ: ὁ, (λύμη), ὁ λυμαινόμενος, δαιτῶν ἀπολυμαντήρ, «ὁ τὰς δαῖτας διὰ λαιμαργίαν λυμαινόμενος, ἢ τὰ τῶν δαιτῶν λύματα ὅ ἐστι καθάρματα οἷον ψιχία καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἀποφερόμενος» Εὐστ. Ὀδ. Ρ. 220, 377, πρβλ. Σχολ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui détruit, qui bouleverse.
Étymologie: ἀπολυμαίνομαι.

Spanish (DGE)

(ἀπολῡμαντήρ) -ῆρος, ὁ aguafiestas δαιτῶν Od.17.220, 377.

Greek Monotonic

ἀπολῡμαντήρ: ὁ (λύμη), αυτός που λυμαίνεται κάτι, καταστροφέας· δαιτῶν ἀπολυμαντήρ, αυτός που καταστρέφει τη χαρά του δείπνου, αυτός που καταστρέφει κάθε ευχαρίστηση, ή, σύμφωνα με άλλους, αυτός που καταβροχθίζει λαίμαργα ό,τι βρει κατά το δείπνο, αυτός που γλείφει και το πιάτο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολῡμαντήρ: ῆρος ὁ чистильщик, уборщик: δαιτῶν ἀ. Hom. ирон. уборщик (чужих) блюд, блюдолиз.

Middle Liddell

λύμη
a destroyer: δαιτῶν ἀπολ. one who destroys the pleasure of dinner, a kill-joy, — or, acc. to others, a devourer of feasts, lick-plate, Od.