ὕδρωψ

From LSJ
Revision as of 08:55, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕδρωψ Medium diacritics: ὕδρωψ Low diacritics: ύδρωψ Capitals: ΥΔΡΩΨ
Transliteration A: hýdrōps Transliteration B: hydrōps Transliteration C: ydrops Beta Code: u(/drwy

English (LSJ)

ωπος, ὁ, (ὕδωρ) A dropsy, Hp.Aph.3.22 (pl.), IG42(1).122.1, 123.33 (Epid., iv B. C.), Epicur.Fr.190, Sor.2.37, etc.; ὕ. ξηρός Hp.Aph.4.11; he distinguishes two kinds, ὁ ὑποσαρκίδιος (v.l. ὑπὸ τῇ σαρκί) and ὁ μετ' ἐμφυσημάτων, Acut.(Sp.) 52. 2 ὕ, εἰς ἀμίδα diabetes, Gal.7.81. 3 any watery discharge, e.g. discharge before parturition, Arist.HA587a6, Cleophant. ap. Sor.2.53; cf. πρόφορος ΙΙ. II a dropsical person, Hp.Int.47 (dub. 1.), Epid.2.5.13— in which sense Dsc. ap. Gal.19.148 read ὑδρώψ (oxyt.). III one of the four humours, aqueous humour, Hp.Morb.4.32, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὕδρωψ: -ωπος, ὁ· (ὕδωρ)· - ἡ νόσος «ὑδρωπίασις», ἄλλως ὕδερος, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ξηρὸς αὐτόθι 1249· ὁ Ἱππ. διακρίνει δύο εἴδη, τὸν ὑποσαρκίδιον καὶ τὸν μετ’ ἐμφυσήματος, πρβλ. Foës. Oecon. 2) ὕδ. εἰς ἀμίδα, ἡ νόσος ἡ καλουμένη ὡσαύτως διαβήτης Γαλην. 3) πᾶσα ὑδατώδης ἔκρυσις ἢ ῥοή, οἷον ἡ πρὸ τοῦ τοκετοῦ ῥύσις τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 4· πρβλ. πρόσφορος ΙΙ. ΙΙ. ἄνθρωπος πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. 557. 50., 1046Β· - κατὰ τὸν Γαλην. ἐν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. σ. 582 «ὕδρωψ. Διοσκ. ἐν δευτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν ὀξυτόνως ἀναγινώσκει, καὶ δηλοῦσθαί φησι τὸν ὑδρωποειδῆ», ὁ Schneid. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ὕδωρ ἄνευ τινὸς συνθέσεως πρὸς τὸ ὕδωρ πρβλ. αἱμάλωψ, θυμάλωψ, κτλ.· ἀλλ’ ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 409).

French (Bailly abrégé)

1ωπος (ὁ) :
1 hydropisie;
2 amas d’eau qui s’écoule avant la sortie du fœtus.
Étymologie: ὕδωρ.
2ωπος (ὁ, ἡ)
hydropique.
Étymologie: ὕδωρ.

Greek Monotonic

ὕδρωψ: -ωπος, ὁ (ὕδωρ),
I. υδρωπικία, οίδημα, κύστωμα·
II. υδρωπικός, οιδηματώδης, αυτός που πάσχει από υδρωπικία.

Russian (Dvoretsky)

ὕδρωψ: ωπος ὁ
1) мед. водянка Arst.;
2) физиол. околоплодные воды Arst.

Middle Liddell

ὕδρωψ, ωπος, ὕδωρ
I. dropsy.
II. a dropsical person.