κώληψ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ηπος, ἡ, (κωλῆ) A hollow of the knee, = ἰγνύα, Il.23.726, Nic. Th.424.
German (Pape)
[Seite 1542] (κῶλον, κωλῆ), ηπος, ἡ, die Kniekehle, der Kniebug, κόψ' ὄπιθεν κώληπα τυχών Il. 23, 726, vom Odysseus, der im Ringen dem Ajas ein Bein unterschlägt. Bei Nic. Ther. 424 wird es Knöchel erkl., wie auch Nonn. D. 10, 354. 368. Bei Suid. v.l. κώληξ, s. oben; σκώληξ Arcad. 94, 21.
Greek (Liddell-Scott)
κώληψ: ηπος, ἡ, (κωλῆ) τὸ ὁπίσω τοῦ γόνατος μέρος, ὡσαύτως ἰγνύα, Λατ. poples, Ἰλ. Ψ. 726, Νικ. Θ. 424, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ηπος (ἡ) :
articulation du genou.
Étymologie: cf. κῶλον.
English (Autenrieth)
ηπος: bend or hollow of the knee, Il. 23.726†.
Greek Monolingual
κώληψ, -ηπος, ἡ (Α)
το πίσω μέρος του γόνατος, η ιγνύα («κόψ' ὄπισθεν κώληπα τυχών, ὑπέλυσε δὲ γυΐα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶ-λον + -ηψ, πιθ. < ἅπτω].
Greek Monotonic
κώληψ: -ηπος, ἡ, βαθούλωμα κνημών, Λατ. poples, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κώληψ: ηπος ὁ подколенная впадина Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κώληψ -ηπος, ἡ [κῶλον] knieholte:. κόψ’ ὄπιθεν κώληπα τυχών hij gaf een rake klap van achteren in de knieholte Il. 23.726.
Middle Liddell
κώληψ, ηπος, ἡ, [from κωλῆ
the hollow of the knees, Lat. poples, Il.