πυργοῦχος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω) A tower-bearer: in ships of war, platform which bore towers for defence, Plb.16.3.12, Poll.1.92.
German (Pape)
[Seite 820] ὁ, Thurmträger; Balken, auf welchen ein Thurm im Kriegsschiff erbau't ist, Pol. 16, 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πυργοῦχος: ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων ἢ φέρων πύργον· ἐπὶ πολεμικῶν πλοίων, κατάστρωμα ἐπίπεδον φέρον πύργους πρὸς ἄμυναν, Πολύβ. 16. 3, 12, Πολυδ. Α΄, 92.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ιδιοκτήτης πύργου
2. (για πολεμικά πλοία) επίπεδο κατάστρωμα το οποίο έχει πύργους για άμυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -οῦχος (< ἔχω)].
Russian (Dvoretsky)
πυργοῦχος: ὁ основание или подставка для осадной башни (на корабле) Polyb.