βραχυλογία

From LSJ
Revision as of 11:02, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠλογία Medium diacritics: βραχυλογία Low diacritics: βραχυλογία Capitals: ΒΡΑΧΥΛΟΓΙΑ
Transliteration A: brachylogía Transliteration B: brachylogia Transliteration C: vrachylogia Beta Code: braxulogi/a

English (LSJ)

ἡ, brevity in speech or writing, Hp.Decent.12, Pl.Grg.449c; βραχυλογία τις Λακωνική Id.Prt.343b, etc.; ἡ Πιττακοῦ βραχυλογία Plu.2.153e, cf. Demetr.Eloc.243 (pl.); opp. μῆκος, Pl.Lg.887b.

German (Pape)

[Seite 462] ἡ, Kürze im Reden, im Ausdruck, Λακωνική Plat. Prot. 343 b. Ggstz μῆκος Legg. X, 887 b.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠλογία: ἡ, συντομία ἐν τῇ ὁμιλίᾳ ἢ τῇ γραφῇ, Ἱππ. 24. 43, Πλάτ. Γοργ. 449C, ὁ αὐτ. Πρωτ. 343B, κτλ.· ἀντίθετον τῷ μῆκος, ὁ αὐτ. Νόμ. 887B.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
brièveté dans le discours ou le style.
Étymologie: βραχυλόγος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón -ίη Hp.Decent.12
1 parquedad en la palabra en la visita a un enfermo μεμνῆσθαι ... βραχυλογίης Hp.l.c.
ret. braquilogía, concisión β. τις Λακωνική Pl.Prt.343b, ἐδεῖτο τῆς Πιττακοῦ βραχυλογίας Plu.2.153e, οὐ τῷ καταφρονεῖν αἱρεῖσθαι τὴν βραχυλογίαν Gal.5.360, cf. Sext.Sent.156, Philostr.Dial.1, Gr.Naz.Ep.244.9, Men.Prot.6.1.101, op. μακρολογία Pl.Grg.449c, Prt.335b, op. μῆκος Pl.Lg.887b, plu. διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶν Pl.Phdr.269a, ὅτι ἐμφερῆ ταῖς βραχυλογίαις Demetr.Eloc.243.
2 gram. apócope ‘μάψ’ β. ἐκ τοῦ ‘μάτην’ Eust.187.28.

Greek Monolingual

η (AM βραχυλογία) βραχύλογος / βραχυλόγος]]
1. η συντομία στην έκφραση είτε στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο
2. η πυκνότητα στην έκφραση με την παράλειψη λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα.

Greek Monotonic

βρᾰχῠλογία: ἡ, λακωνικότητα στο λόγο και στη γραφή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυλογία:краткость речи, сжатость, немногословность Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

[from βραχυλόγος
brevity in speech or writing, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχυλογία -ας, ἡ Ion. βραχυλογίη βραχυλόγος beknoptheid.

English (Woodhouse)

briefness, of speech

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)