πλάνημα

From LSJ
Revision as of 12:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνημα Medium diacritics: πλάνημα Low diacritics: πλάνημα Capitals: ΠΛΑΝΗΜΑ
Transliteration A: plánēma Transliteration B: planēma Transliteration C: planima Beta Code: pla/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, A wandering, A.Pr. 828; π. ψυχῆς S.OT727.

German (Pape)

[Seite 624] τό, 1) das Irren, der Irrgang; ψυχῆς πλάνημα καὶ ἀνακίνησις φρενῶν, Soph. O. R. 727; τέρμα σῶν πλανημάτων, Aesch. Prom. 830. – 2) übertr., der Irrthum, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλάνημα: [ᾰ], τό, πλάνη, περιπλάνησις, Αἰσχύλ. Πρ. 828· πλ. ψυχῇς Σοφ. Ο. Τ. 727.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action d'errer;
2 fig. égarement.
Étymologie: πλανάω.

Greek Monolingual

τὸ, Α πλανώμαι
(ποιητ. τ.)
1. περιπλάνηση («πρὸς αὐτό δ' εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων», Αισχύλ.)
2. μτφ. ανησυχία («ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν», Σοφ.).

Greek Monotonic

πλάνημα: [ᾰ], -ατος, τό, περιπλάνηση, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλάνημα: ατος (ᾰν) τό
1) блуждание, скитание Aesch.;
2) спутанность, смятение (ψυχῆς Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάνημα -ατος, τό [~ πλανάω] omzwerving:. ψυχῆς π. geestelijke onrust Soph. OT 727.

Middle Liddell

πλᾰ́νημα, ατος, τό,
a wandering, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

wandering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)