στεναγμός
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ὁ, sighing, groaning, Pi.Fr.168.4, A.Pers.896 (lyr., pl.), Fr.385 (pl.), S.OT30 (pl.), 1284, E.Or.959 (pl.), Pl.R.578a(pl.).
German (Pape)
[Seite 935] ὁ, das Seufzen, Aesch. Pers. 835; μέλας δ' Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται. Soph. O. R. 30. oft bei Eur., auch in Prosa, Plat. neben ὀδυρμός, Rep. IX, 578 a; Folgende; καὶ μυγμός Plut. Coriol. 38.
Greek (Liddell-Scott)
στεναγμός: ὁ, τὸ στενάζειν, «ἀναστεναγμός», γογγυσμός, Πινδ. Ἀποσπ. 150. 4, Αἰσχύλ. Πέρσ. 896, Ἀποσπ. 382, Σοφ. Ο. Τ. 30, 1284, Εὐρ. Ὀρ. 959, Πλάτ. Πολ. 578Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
gémissement.
Étymologie: στενάζω.
English (Slater)
στεναγμός
1 groaning “καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” (of Herakles, devouring the ox of Koronos) fr. 168. 5.
Spanish
English (Strong)
from στενάζω; a sigh: groaning.
English (Thayer)
στεναγμοῦ, ὁ (στενάζω), a groaning, a sigh: ἀλάλητος. (Pindar), Tragg., Plato, Josephus, Plutarch, others; the Sept. for אֲנָחָה, אֲנָקָה, נְאָקָה.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στενάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στενάζω, αναστεναγμός.
Greek Monotonic
στεναγμός: ὁ, το να αναστενάζει κάποιος, αναστεναγμός, βαριαναστεναγμός, βογκητό, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
στεναγμός: ὁ стенание, стон(ы) Pind., Trag., Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεναγμός -οῦ, ὁ [στενάζω] gezucht, gesteun, geweeklaag, jammerklacht.
Middle Liddell
στεναγμός, οῦ, ὁ,
a sighing, groaning, moaning, Trag.
Chinese
原文音譯:stenagmÒj 士帖那格摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:狹窄(著) 相當於: (נְאָקָה)
字義溯源:歎息,呻吟,悲歎;源自(στενάζω)=歎氣),而 (στενάζω)出自(στενός)*=窄)
出現次數:總共(2);徒(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 歎息(1) 羅8:26;
2) 悲歎(1) 徒7:34