συνεπιρρώννυμι

From LSJ
Revision as of 19:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρώννῡμι Medium diacritics: συνεπιρρώννυμι Low diacritics: συνεπιρρώννυμι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synepirrṓnnymi Transliteration B: synepirrōnnymi Transliteration C: synepirronnymi Beta Code: sunepirrw/nnumi

English (LSJ)

help to strengthen or support, τοὺς Ἕλληνας Plu.Alex.33, cf. Brut.49:—Pass., of language, to be based firmly at the same time on, τοῖς ὕψεσι Longin.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρώννῡμι: συμβοηθῶ ἐνισχύων, ὑποστηρίζων, παρεκάλει τοὺς θεούς... ἀμῦναι καὶ συνεπιρρῶσαι τοὺς Ἕλληνας Πλουτ. Ἀλέξ. 33, κτλ. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, ὡσαύτως ἐνισχύομαι, Λογγῖν. 11. 2.

French (Bailly abrégé)

contribuer à fortifier, à affermir, acc..
Étymologie: σύν, ἐπιρρώννυμι.

Greek Monolingual

Α
1. βοηθώ, υποστηρίζω
2. παθ. συνεπιρρώνυμαι
(για γλώσσα) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («ἀτονεῖ καὶ κενοῦται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῦς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιρρώννυμι «ενθαρρύνω, ενδυναμώνω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρώννῡμι: подкреплять, приходить на помощь (συνεπέρρωσαν οἱ ἱππεῖς, τοὺς Ἓλληνας Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιρρώννυμι helpen te versterken. abs. steun verlenen. Plut. Brut. 49.5.

Middle Liddell

to help to strengthen, Plut.