σύγκολλος

From LSJ
Revision as of 19:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκολλος Medium diacritics: σύγκολλος Low diacritics: σύγκολλος Capitals: ΣΥΓΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: sýnkollos Transliteration B: synkollos Transliteration C: sygkollos Beta Code: su/gkollos

English (LSJ)

ον, (κόλλα) glued together, βάρη Nic.Fr.78:—mostly in Adv. συγκόλλως, in accordance with, ἐμοί A.Supp.310; σ. ἔχειν to agree, Id.Ch.542; σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι App.Anth.7.6: also neuter plural as adverb, λόγος σύγκολλα . . τεκταίνεται S.Fr.867.

German (Pape)

[Seite 969] (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῦτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως ἐμοί, Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 (App. 117).

Greek (Liddell-Scott)

σύγκολλος: -ον, (κόλλα) συγκεκολλημένος, βάρη Νικ. Ἀποσπ. 9· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐπιρρ., συγκόλλως. συμφώνως, ἐν συμφωνίᾳ πρός..., τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 310· σ. ἔχω, συμφωνῶ, συναινῶ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 542· σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. παράρτ. 117· ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λόγος σύγκολλα... τεκταίνεται Σοφ. Ἀποσπ. 746.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
collé ensemble ; fig. qui s'accorde ou se rapporte exactement.
Étymologie: σύν, κόλλα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα
σύμφωνα με κάτι άλλο.
επίρρ...
συγκόλλως Α
1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά
2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» — συμφωνώ, συναινώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. πρόσ-κολλος].

Greek Monotonic

σύγκολλος: -ον (κόλλα), κολλημένος, συγκολλημένος· επίρρ., συγκόλλως ἔχειν, σε απόλυτη αρμογή, συμφωνία με, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκολλος -ον, Att. ook ξύγκολλος [σύν, κόλλα] alleen adv. συγκόλλως in overeenstemming met, met dat.; σ. ἔχειν in overeenstemming zijn Aeschl. Ch. 542.

Middle Liddell

σύγ-κολλος, ον, κόλλα
glued together: adv., συγκόλλως ἔχειν to fit exactly, Aesch.