κακοθυμία

From LSJ
Revision as of 00:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθῡμία Medium diacritics: κακοθυμία Low diacritics: κακοθυμία Capitals: ΚΑΚΟΘΥΜΙΑ
Transliteration A: kakothymía Transliteration B: kakothymia Transliteration C: kakothymia Beta Code: kakoqumi/a

English (LSJ)

ἡ, malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.

Greek Monolingual

η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.

Greek Monotonic

κᾰκοθῡμία: ἡ (θυμός), εχθρική διάθεση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοθῡμία: ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.

Middle Liddell

κᾰκο-θῡμία, ἡ, θυμός
malevolence, Plut.