κεροίαξ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, in plural, ropes belonging to the yard-arm, Luc.Nav. 4; sine expl., Suid.; glossed κάροια (v.l. κάρυα), i.e. blocks, and κρίκοι, Sch.Luc.l.c.
German (Pape)
[Seite 1425] ακος, ὁ, Tau, die Raaen an dem Maste zu befestigen u. zu lenken, Luc. Navig. 4, Schol. erkl. κάρια; vgl. Poll. 10, 133.
Greek (Liddell-Scott)
κεροίαξ: -ᾱκος, ὁ, σχοινίον ἀνῆκον εἰς τὰς κεραίας, Λουκιαν. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 4.
French (Bailly abrégé)
ᾱκος (ὁ),
au plur., n. de deux cordages qui vont des extrémités de la vergue à une poulie fixée au mât et qu’on appelle les balancines ; simpl., sorte d'anneaux de corde fixés à la balancine, et que saisissait la main du matelot pour manœuvrer les antennes, LUC. Nav. 4..
Étymologie: κέρας, οἴαξ.
Greek Monolingual
ο (Α κεροίαξ -ακος)
ναυτ. καθένα από τα σχοινιά που αναβαστάζουν τα άκρα των κεραιών τών τετραγωνικών ιστίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + οἴαξ «δοιάκι»].
Greek Monotonic
κεροίαξ: -ᾶκος, ὁ, σχοινί που ανήκει στις αντένες πλοίων, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεροίαξ -ακος, ὁ [κέρας?, οἴαξ] scheepstuigage.
Russian (Dvoretsky)
κεροίαξ: ᾱκος ὁ канат для управления реей Luc.
Middle Liddell
κερ-οίαξ, ᾱκος, ὁ,
a rope belonging to the sailyards, Luc.