ἐκσκεδάννυμι

From LSJ
Revision as of 06:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσκεδάννῡμι Medium diacritics: ἐκσκεδάννυμι Low diacritics: εκσκεδάννυμι Capitals: ΕΚΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: ekskedánnymi Transliteration B: ekskedannymi Transliteration C: ekskedannymi Beta Code: e)kskeda/nnumi

English (LSJ)

scatter to the wind, τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ar.Eq. 795.

German (Pape)

[Seite 778] (σκεδάννυμι), herausjagen u. zerstreuen, Ar. Equ. 792.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσκεδάννῡμι: διασκορπίζω εἰς τὸν ἄνεμον, Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ἀριστοφ. Ἱππ. 795.

French (Bailly abrégé)

disperser aux quatre vents.
Étymologie: ἐκ, σκεδάννυμι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἐκκεδ-
• Morfología: [sólo aor.]
1 deshacer, diseminar στέφος ἐξεκέδασσε γαμήλιον Bio 1.88, cf. Hsch.
fig. estropear, hacer imposible τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ar.Eq.795.
2 fig. expulsar, destruir expulsando ἐκ δέ οἱ ἦτορ ἀπὸ μελέων ἐκέδασσε Q.S.10.124 (tm.).

Greek Monolingual

ἐκσκεδάννυμι (Α)
διασκορπίζω στον αέρα, απορρίπτω, εκδιώκω («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐκσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδάσω, σκορπίζω στον άνεμο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσκεδάννῡμι: досл. развеивать, перен. прогонять, отвергать (τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Arph.).

Middle Liddell

fut. -σκεδάσω
to scatter to the wind, Ar.