εὐείμων
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ον, gen. ονος, well-dressed, A.Pers.181: Sup. -ειμονώτατος Max.Tyr.3.10.
German (Pape)
[Seite 1064] ον, wohlgekleidet, Aesch. Pers. 177 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐείμων: -ον, = εὐείματος, δύο γυναῖκ’ εὐείμονε Αἰσχύλ. Πέρσ. 181.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
richement vêtu.
Étymologie: εὖ, εἷμα.
Greek Monolingual
εὐείμων, -ον (Α)
ωραία ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακοείμων, μελανείμων].
Greek Monotonic
εὐείμων: -ον (εἷμα), καλοντυμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐείμων: 2, gen. ονος adj. красиво одетый (γυνή Aesch.).
Middle Liddell
εἷμα
well-robed, Aesch.