βαθύφρων
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
ον, gen. ονος, = βαθύβουλος, Sol.33.1; Μοῖραι Pi.N.7.1.
German (Pape)
[Seite 425] tiefverständig, Μοῖραι Pind. N. 7, 1; Sol. bei Plut. Sol. 14.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύφρων: -ον, =βαθύβουλος, Σόλ. 25. 1, Πίνδ. Ν. 7. 1.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit profond, aux desseins profonds.
Étymologie: βαθύς, φρήν.
English (Slater)
βαθύφρων
1 with profound thoughts Μοισᾶν βαθυφρόνων (N. 7.1)
Spanish (DGE)
(βᾰθύφρων) -ον
de espíritu profundo Σόλων Sol.23.1, cf. Ptol.Tetr.3.14.10, Μοῖραι Pi.N.7.1.
Greek Monolingual
βαθύφρων, -ον (Α)
βαθυστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -φρων < φρην (πρβλ. άφρων, κακόφρων, μεγαλόφρων, παράφρων κ.ά.)].
Greek Monotonic
βᾰθύφρων: -ον (φρήν), = βαθύβουλος, σε Σόλ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
βαθύφρων: 2, gen. ονος
1) проницательный (Μοῖραι Pind.; ἀνήρ Plut.);
2) полный глубоких замыслов (Ἡρακλῆς Theocr.).
Middle Liddell
= βαθύβουλος, Solon, Pind.] φρήν
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύφρων -ον, gen. -ονος βαθύς, φρήν met diep inzicht, wijs.