ἀπέρωτος

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρωτος Medium diacritics: ἀπέρωτος Low diacritics: απέρωτος Capitals: ΑΠΕΡΩΤΟΣ
Transliteration A: apérōtos Transliteration B: aperōtos Transliteration C: aperotos Beta Code: a)pe/rwtos

English (LSJ)

ον, (ἔρως) loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, read by M2 in A.Ch.600; but v. foreg.

German (Pape)

[Seite 288] (ἔρως), lieblos, ἔρως ἀπέρωτος Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. ἄγριος, ἀπηνής, Phryn. B. A. 8 ἀναιδής, σκληρός, τραχύς erklärt, οἷον ἀπερίοπτος, ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit ἠπεροπεύω zusammenstellen, da E. M. ἀπεροπεύς hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρωτος: -ον, (ἔρως), ὁ μὴ ἐρῶν, ὁ μὴ ἔχων ἔρωτα, ἔρως ἀπέρωτος, ὡς τὸ γάμος ἄγαμος, Αἰσχύλ. Χο 600· ἀλλ’ ἴδε ἀπέρωπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’est plus de l'amour ; haineux.
Étymologie: ἀπό, ἔρως.

Spanish (DGE)

-ον inconsiderado, cruel ἔρως A.Ch.600.

Greek Monolingual

ἀπέρωτος, -ον (Α)
ο χωρίς έρωτα, δυσάρεστος («άπέρωτος ἔρως») (πρβλ. «γάμος ἄγαμος», Αισχύλος).

Greek Monotonic

ἀπέρωτος: -ον (ἔρως), αυτός που δεν αγαπάει ερωτικά, που δεν είναι ερωτευμένος· ἔρως ἀπέρωτος, όπως το γάμος ἄγαμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρωτος: не любящий: ἔρως ἀ. Aesch. не настоящая любовь.

Middle Liddell

ἔρως
loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, Aesch.