σχόλιον
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
τό, (A σχολή II) interpretation, comment, Cic.Att.16.7.3; σχόλια λέγειν Arr.Epict.3.21.6; esp. short note, scholium, scholion Gal.18(2).847, etc.; σχόλια συναγείρων Luc.Vit.Auct.23, cf. Porph.Plot.3; σχόλιον εἰς βιβλίον comment on a book, Marin.Procl.27. II tedious speech, lecture, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1058] τό, Scholion, Auslegung, Erklärung, dergleichen zuerst für Schulen od. Lernende über alte Schriftsteller geschrieben wurden; zuerst bei Cic. Att. 16, 7; Luc. σχόλια συναγείρων, Vit. auct. 23; die VLL. erkl. es auch durch σεμνολόγημα.
Greek (Liddell-Scott)
σχόλιον: τό, (σχολή ΙΙ) ἐξήγησις, ἑρμηνεία, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 7. 3· σχόλια λέγειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 6· μάλιστα σύντομος σημείωσις ἑρμηνευτική, ὡς καὶ νῦν, σχόλια συναγείρων Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 23· σχόλιον τινος ἢ σχόλιον εἴς τι, σχόλιον εἰς βιβλίον τι, σχόλιον εἴς τινα συγγραφέα, Σχόλ. ΙΙ. μακρὸς σχοινοτενὴς λόγος, ἀνάγνωσμα, διδασκαλία, Φωτ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
explication, commentaire, scholie.
Étymologie: σχολή.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σχόλιο.
Greek Monotonic
σχόλιον: τό (σχολή II), σύντομη ερμηνευτική σημείωση, σχόλιο, ερμηνεία, εξήγηση, Λατ. scholium, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σχόλιον: τό объяснение, толкование, комментарий Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχόλιον -ου, τό [σχολή] verklarende aantekening. Luc. 27.23.
Middle Liddell
σχόλιον, ου, τό, σχολή II]
a short note, scholium, Luc.
Wikipedia EN
Scholia (singular scholium or scholion, from Ancient Greek: σχόλιον, "comment, interpretation") are grammatical, critical, or explanatory comments, either original or extracted from pre-existing commentaries, which are inserted on the margin of the manuscript of an ancient author, as glosses. One who writes scholia is a scholiast. The earliest attested use of the word dates to the 1st century BC.