σπανιότης

From LSJ
Revision as of 15:09, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' ητος ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰνιότης Medium diacritics: σπανιότης Low diacritics: σπανιότης Capitals: ΣΠΑΝΙΟΤΗΣ
Transliteration A: spaniótēs Transliteration B: spaniotēs Transliteration C: spaniotis Beta Code: spanio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, = σπάνις (scarcity, dearth, lack, want, poverty, craving, rareness, lack of), lack, γῆς Isoc. 4.34, 132 ; pl., rarities, J. BJ 7.5.5.

German (Pape)

[Seite 916] ητος, ἡ, = Folgdm; τῆς γῆς, Isocr. 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνιότης: -ητος, ἡ, = τῷ ἑπομ., ἔλλειψις, ὀλιγότης, γῆς Ἰσοκρ. 47C, 68A.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
rareté, insuffisance.
Étymologie: σπάνιος.

Greek Monotonic

σπᾰνιότης: -ητος, τό, = το επόμ., έλλειψη ενός πράγματος, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰνιότης: ητος ἡ недостаток, нехватка, скудость (τῆς γῆς Isocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπανιότης -ητος, ἡ [σπάνιος] schaarste, gebrek.

Middle Liddell

σπᾰνιότης, ητος, ἡ, = σπάνις
lack of a thing, Isocr.