τανύπεπλος

From LSJ
Revision as of 08:30, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπεπλος Medium diacritics: τανύπεπλος Low diacritics: τανύπεπλος Capitals: ΤΑΝΥΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: tanýpeplos Transliteration B: tanypeplos Transliteration C: tanypeplos Beta Code: tanu/peplos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, with flowing robe, freq. in Ep. as epithet of high-born ladies or goddesses, Ἑλένη Il.3.228, Od.4.305; Θέτις Il. 18.385; Ἡνιόχη, Εὐδώρη, Hes.Sc.83, Fr.180; Ἀλκμήνη IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.); Φερο εφόνη ib.12.817, cf. B.Scol.Oxy.2081 (e) (= 1361 Fr.5):—πλακοῦς τ., comically, Batr.36.

German (Pape)

[Seite 1067] mit od. in langem Oberkleide, Gewande; bei Hom. Beiwort vornehmer Frauen, wie ἑλκεσίπεπλος; Ἑλένη, Il. 3, 228 Od. 15, 171; Θέτις, Il. 18, 385, u. sonst, wie Hes.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπεπλος: [ῠ], -ον, ἡ φοροῦσα πέπλον, μακρὰν ἐσθῆτα, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀείποτε ὡς ἐπίθετον εὐγενῶν δεσποινῶν, Ἑλένη Ἰλ. Γ. 228, Ὀδ. Δ. 305 Θέτις Ἰλ. Σ. 385· - κωμικῶς, οὐδὲ πλακοῦς τανύπεπλος, ἔχων πολὺ σησαμότυρον Βατραχομυομ. 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la longue robe, à la robe flottante.
Étymologie: τανύω, πέπλος.

English (Autenrieth)

with trailing robes, long-robed.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως προσωνυμία γυναικών της υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο
2. φρ. «πλακοῦς τανύπεπλος» — κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί-πεπλος].

Greek Monotonic

τᾰνύπεπλος: [ῠ], -ον (τανύω), αυτός που φοράει μακρύ πέπλο, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύπεπλος: (ῠ)
1) в длинной одежде (Ἑλένη Hom.);
2) широкий или пышный (πλακοῦς Batr.).

Middle Liddell

τᾰνύ-˘πεπλος, ον, τανύω
with flowing peplos, Hom.