συγκλώθω
English (LSJ)
connect by spinning, M.Ant.10.5, Dam.Pr.251:—Pass., to be interwoven, Chrysipp.Stoic.2.265, Plot.2.3.15; συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, c. inf., Sch.Pi.O.1.38.
German (Pape)
[Seite 968] zusammen spinnen, Schol. Pind. Ol. 1, 38; durchs Loos oder Schicksal vereinigen, M. Ant. 10, 5; allgemeiner, ἰῶν πτερά, Chaerem. bei Ath. 608 c.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλώθω: κλώθω ὁμοῦ˙ μεταφ., ἡ ἐπιπλοκὴ τῶν αἰτίων συνέκλωθε τὴν σὴν ὑπόστασιν ἐξ ἰδίου Μ. Ἀντων. 10. 5˙ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐστ. Πονημάτ. 276. 37. ― Παθ., Πλωτῖν. 145Ε˙ συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, μετ’ ἀπαρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1. 38.
Greek Monolingual
ΜΑ
μτφ. συνδέω με κλήρο ή κατά τύχη
αρχ.
παθ. συγκλώθομαι
α) συνδέομαι με συρραφή, κλώθομαι μαζί με κάτι άλλο
β) (για γεγονότα) είμαι συνυφασμένος με κάτι
γ) (για πρόσ.) συνδέομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλώθω «γνέφω, ορίζω την ανθρώπινη μοίρα»].