διαπίνω

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπίνω Medium diacritics: διαπίνω Low diacritics: διαπίνω Capitals: ΔΙΑΠΙΝΩ
Transliteration A: diapínō Transliteration B: diapinō Transliteration C: diapino Beta Code: diapi/nw

English (LSJ)

[ῑ], A drink one against another, Hdt.5.18,9.16, Pl.R.420e; = προπίνειν, Epig.8:—Med., δ. ἀνδράσι Hedyl. ap. Ath.11.486c. II drink at intervals, Anaxandr.57:—but Pass., to be swallowed at a draught, διαπινόμενοι Arist.Pr.872b27.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 seguir bebiendo después de la comida, reunirse para beber, beber en ronda, de donde tb. competir bebiendo ὡς δὲ ἀπὸ δείπνου ἐγίνοντο, διαπίνοντες εἶπαν ... τάδε Hdt.5.18, cf. 9.16, οἴνῳ δὲ χρωμένους ἐπὶ πλέον καὶ διαπίνοντας Plu.2.715d, πρὸς τὸ πῦρ διαπίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους Pl.R.420e, tb. en v. med. ἡ διαπινομένη Καλλίστιον ἀνδράσι Calistion, la que competía con los hombres en la bebida Hedyl.1466P.
de ahí beber solamente, beber a palo seco en v. pas. διὰ τί ὁ γλυκὺς καὶ ὁ ἄκρατος ... μεταξὺ διαπινόμενοι ἐν τοῖς πότοις νήφειν ποιοῦσιν Arist.Pr.872b27.
2 brindar Epig.8.
3 tr. beber ἀμβροσίαν Anaxandr.58
fig. en v. pas. ser absorbido o impregnado τὸ ῥεῦμα ... ποικίλλει τὰς πέτρας ἐν πολλαῖς διαπινόμενον ταῖς τροπαῖς Philostr.Im.1.12.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πίνω), um die Wette trinken, Her. 5, 18. 9, 16; καὶ εὐωχεῖσθαι Plat. Rep. IV, 420 e; auch med., τινί, Hedyl. Ath. XI, 486 c. – Dazwischen trinken, Arist. probl. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

διαπίνω: [ῑ], διαμιλλῶμαι πρός τινα ἐν τῷ πίνειν, Ἡρόδ. 5. 18., 9. 16, Πλάτ. Πολ. 420Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Ἡδύλ. παρ’ Ἀθήν. 486C. ΙΙ. πίνω κατὰ διαλείμματα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7, Ἀριστ. Προβλ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

boire à qui mieux mieux.
Étymologie: διά, πίνω.

Greek Monolingual

διαπίνω (Α)
1. παραβγαίνω με κάποιον στο ποτό
2. πίνω κατά διαλείμματα ή λίγο λίγο, κουτσοπίνω
3. κάνω πρόποση.

Greek Monotonic

διαπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, αόρ. -έπιον· ανταγωνίζομαι, παραβγαίνω με κάποιον στο ποτό, προκαλώ σε «αγώνα ποτού», διαγωνίζομαι σε αγώνα «οινοποσίας», σε Ηρόδ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πίνω tegen elkaar op drinken.

Russian (Dvoretsky)

διαπίνω: (ῑ)
1) пить безудержу, бражничать Her., Plat.;
2) нить вперемежку (ὁ ἄκρατος καὶ ὁ κυκεὼν μεταξὺ διαπινόμενοι Arst.).

Middle Liddell

fut. -πίομαι aor. -έπιον
to drink one against another, challenge at drinking, Hdt., Plat.