δοιή

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοιή Medium diacritics: δοιή Low diacritics: δοιή Capitals: ΔΟΙΗ
Transliteration A: doiḗ Transliteration B: doiē Transliteration C: doii Beta Code: doih/

English (LSJ)

ἡ, doubt, perplexity, ἐν δοιῇ = in doubt Il.9.230, Call.Jov.5, Antag.1.1. (Cf. Skt. dat. sg. dvayyái (dvayī´ 'duality').)

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
duda, perplejidad ἐν δοιῇ Il.9.230, Call.Iou.5, Antag.1.1.
• Etimología: Cf. δοιός, c. identificación de las ideas de ‘división’ y ‘duda’, cf. tb. δείδω.

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, Zweifel; s. δοιός.

Greek (Liddell-Scott)

δοιή: ἡ, ἀμφιβολία, δυσκολία, δισταγμός, ἀπορία, ἐν δοιῇ Ἰλ. Ι. 230, Καλλ. εἰς Δία 5. (Ἴδε ἐν λ. δύο).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
dans la loc. ἐν δοιῇ (εἶναι) être en doute.
Étymologie: fém. de δοιός.

English (Autenrieth)

only ἐν δοιῇ, in perplexity, Il. 9.230.

Greek Monolingual

δοιή, η (Α)
αμφιβολία, δισταγμός, απορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοιοί. Από την έκφραση «εν δοιῄ» (Ιλ. Ι, 230) προήλθε και το ρ. ενδοιάζω].

Greek Monotonic

δοιή: ἡ (δύο), αμφιβολία, αμηχανία, μπέρδεμα, δισταγμός, ἐν δοιῇ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δοιή:нерешительность: ἐν δοιῇ Hom., Antagoras ap. Diog. L. в нерешительности, в сомнении.

Middle Liddell

δοιή, ἡ, n [δύο]
doubt, perplexity, ἐν δοιῇ Il.