ἀναλογισμός
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ὁ,
A reconsideration, Th.3.36; reckoning, calculation, reflection 8.84; course of reasoning or line of reasoning, X.HG5.1.19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ Men.447; opp. ἐπιλογισμός, Stoic.2.89.
2 κατὰ τὸν ἀναλογισμόν = proportionately, according to proportionate reckoning, Docum. ap. D.18.106; δι' ἀναλογισμοῦ = through analogy S.E.P.1.147.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I proporción κατὰ τὸν ἀναλογισμόν = proporcionalmente doc. en D.18.106, cf. PRyl.219.8 (II a.C.)
•paralelismo, analogía δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως S.E.P.1.147.
II 1reflexión, razonamiento ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μέγα ἐγνῶσθαι Th.3.36, cf. 8.84, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν αὐτοῦ X.HG 5.1.19, ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν Plu.2.126f
•descubrimiento ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε ἑαυτοῦ ἀρετῆς ... ἀφικνούμενος D.C.39.24.4.
2 lóg. razonamiento analógico op. ἐπιλογισμός Chrysipp.Stoic.2.89.36, cf. Clem.Al.Strom.8.9.32.
German (Pape)
[Seite 196] ὁ, das Überrechnen, Überlegen, Thuc. 3, 36; der sich darauf gründende Entschluß, Xen. Hell. 5, 1, 19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ, Men. bei Or. Gnom. 1, 17; in einem Dokument bei Dem. 18, 106 ist κατὰ ἀναλογισμόν nach Verhältniß, wie κατ' ἀναλογίαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογισμός: ὁ, τὸ ἀναλογίζεσθαι μετὰ πλείονος περισκέψεως, τὸ ἀνασκοπεῖν ἐν νέου, Θουκ. 3. 36, πρβλ. 8. 84: - σκέψις, ὑπολογισμός, ἀπόφασις στηριζομένη ἐπὶ ἀναλογισμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19· ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλ. Μένανδ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 3. 2) κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, κατὰ τὸν ἐξ ἀναλογίας ὑπολογισμόν, παρὰ Δημ. 262. 5· δι’ ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρ. Ὑποτ. 1. 147.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 réflexion ; réexamen, révision, changement d'avis LSJ;
2 raisonnement;
3 proportion.
Étymologie: ἀναλογίζομαι.
Greek Monolingual
ο (Α ἀναλογισμός) ἀναλογίζομαι
1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση
2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός
αρχ.
1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό
2. υπολογισμός κατ' αναλογία.
Greek Monotonic
ἀναλογισμός: ὁ,
1. σκέψη, υπολογισμός, σε Θουκ.· πορεία ή σειρά συλλογισμού, σε Ξεν.
2. κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, σύμφωνα με τον αναλογικό υπολογισμό, παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογισμός: ὁ
1) размышление, рассуждение или рассмотрение Thuc., Xen., Plut.;
2) соотношение, пропорция: κατὰ τὸν ἀναλογισμόν Dem. пропорционально, соразмерно.
Middle Liddell
[from ἀναλογίζομαι
1. reconsideration, Thuc.:— a course or line of reasoning, Xen.
2. κατὰ τὸν ἀναλογισμόν according to proportionate calculation, ap. Dem.