ἐμπίεσμα

Revision as of 15:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ατος, τό, depressed cranial fracture, Id.Fract.6, Heliod. ap. Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fractura deprimida craneal, Sor.Fract.1, 6, 9, cf. Heliod. en Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90.1.

German (Pape)

[Seite 812] τό, das Eingedrückte, bes. Hirnschalenbruch, Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπίεσμα: τό, πίεσις, ῥῆξις τοῦ ἐγκεφάλου, Γαλην.

Greek Monolingual

το (AM ἐμπίεσμα)
1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα
2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση του σπασμένου τμήματος προς τα μέσα
νεοελλ.
θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών του ίππου.