κάνης
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
[ᾰ], ητος, ὁ, A a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.Sol.21: generally, mat, D.H.2.23 (pl.): prov., ὁ κ. τῆς κοίτης ὑπερέχει, of those who make a show abroad with poverty at home, Crates Com.12, cf. Phot.s.v. II = λίκνον, Poll.6.86.
German (Pape)
[Seite 1320] ητος, ὁ, Decke, Matte aus Rohr od. Schilf, auch Korb; Sol. bei Plut. Sol. 21; ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ Crates Poll. 10, 90, wo des Unnöthigen mehr da ist als des Nothwendigen.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
couvercle ou natte de jonc.
Étymologie: cf. κάννα.
Greek (Liddell-Scott)
κάνης: -ητος, ὁ ψιάθιον ἐκ καλάμων, ὅπερ αἱ Ἀθηναῖαι γυναῖκες ἐλάμβανον μεθ’ ἑαυτῶν ἐξερχόμεναι ἔξω, Νόμ. Σόλωνος παρὰ Πλουτ. Σόλ. 21· ἔνθα ὅμως ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «κάνητα, παρὰ τὸ κάνης, κάνητος, οὗ τὸ ὑποκοριστικὸν κανήτιον· Δωρικῶς ἡ παρ’ ἡμῖν συνήθεια προφέρει κανάτιον, οὐ τὸν κάλαθον σημαίνουσα, ὡς ἐν τῷ προκειμένῳ χωρίῳ ἐστὶν ἐκδέξασθαι, ἀλλ’ ὑδατηρὸν ἀγγεῖον»· παροιμ., ὁ κάνης τῆς κοίτης ὑπερέχει, «ἐπὶ τῶν τὰ μὴ ἀναγκαῖα μείζω καὶ πλείω τῶν ἀναγκαίων κεκτημένων» Φώτιος 524, 17, ἔκδ. Πόρσ., Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 5.-Κατὰ Σουίδ. «κάνης ὁ ψίαθος. καὶ κλίνεται κάνητος».
Greek Monolingual
κάνης, -ητος, ὁ (Α)
1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι
2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῑ» — για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τους λείπουν τα αναγκαία
3. λίκνο, κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι», πιθ. κατά το τάπης.
Greek Monotonic
κάνης: -ητος, ὁ (κάννα), καλαμένιο χαλάκι, ψάθα, τάπητας, στρωσίδι όπως αυτό που οι Αθηναίες έπαιρναν μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, σε Νόμ. Σόλωνα παρά Πλουτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάνης -ητος, ὁ [~ κάννα] rieten mat.
Russian (Dvoretsky)
κάνης: ητος (ᾰ) ὁ тростниковая плетенка, циновка Solon ap. Plut.
Middle Liddell
κάνης, ητος, κάννα
a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap. Plut.