Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐθήμων

From LSJ
Revision as of 19:03, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθήμων Medium diacritics: εὐθήμων Low diacritics: ευθήμων Capitals: ΕΥΘΗΜΩΝ
Transliteration A: euthḗmōn Transliteration B: euthēmōn Transliteration C: efthimon Beta Code: eu)qh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (τίθημι) A tidy in habits, of animals, Arist.HA616b23, 618b30. 2 harmonious, ἀοιδή A.R.1.569. II Act., setting in order, c. gen., δμῳαὶ… δωμάτων εὐ. A.Ch.84.

German (Pape)

[Seite 1069] ον, Alles an seinen rechten Platz setzend (τίθημι), wohl ordnend, in Ordnung erhaltend, δμωαὶ γυναῖκες δωμάτων εὐθήμονες Aesch. Ch. 78, Schol. εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον; übh. ordnungsliebend, Arist. H. A. 9, 17. 32. – Auch pass., wohl geordnet, ἀοιδή Ap. Rh. 1, 569, Schol. εὖ διατεθειμένη, εὐπόνητος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
qui met tout en ordre.
Étymologie: εὖ, τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθήμων: -ον, γεν. ονος, (τίθημι) καλῶς τεταγμένος, ἐν τάξει εὐρισκόμενος, εὔτακτος· ἐπὶ ὀρνίθων, ἡ σίττη... τὴν διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων καὶ εὐβίοτος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1., 32. 3· εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ, «εὖ διατεθειμένῃ, εὐρύθμῳ, εὐποιήτῳ» Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 569. ΙΙ. τακτοποιῶν, βάλλων εἰς τάξιν τὰ πράγματα, μετὰ γεν., δμωαὶ γυναῖκες, δωμάτων εὐθήμονες, «εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Χο. 84.

Greek Monolingual

εὐθήμων, -ον (Α)
1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.)
2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)
3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + α-θή-μων (< ρ. -θη-, του τίθημι) + επίθ. -μων (πρβλ. υπο-θήμων)].

Greek Monotonic

εὐθήμων: -ον, γεν. -ονος (τίθημι), αυτός που βάζει τα πράγματα σε τάξη, που τακτοποιεί, με γεν., δωμάτων εὔθ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθήμων: 2, gen. ονος adj. любящий порядок, аккуратный, опрятный (ἡ σίττη Arst.): δμωαὶ δωμάτων εὐθήμονες Aesch. рабыни, держащие в порядке дом.

Middle Liddell

εὐ-θήμων, ονος, τίθημι
setting in order, c. gen., δωμάτων εὔθ. Aesch.