βριήπυος
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
ον, (ἀπύω) loud-shouting, of Ares, Il.13.521.
Spanish (DGE)
-ον
que grita con voz fuerte, que da fuertes gritos epít. de Ares Il.13.521, Hes.Fr.10a.69, Corn.ND 21, Hsch., de Dioniso Anecd.Ludw.11.7, ref. a Ἀβραάμ Ph.Epic.SHell.681.5, a Príapo, Sch.Theoc.1.21/22a.
German (Pape)
[Seite 464] heftig schreiend, Ares, Il. 13, 521, ἅπαξ εἰρημέν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui crie d'une voix forte (Arès).
Étymologie: βρι-, ἠπύω.
Greek (Liddell-Scott)
βριήπῠος: ον (ἀπύω) ὁ μεγάλως, ἰσχυρῶς φωνάζων, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Ν. 521.
English (Autenrieth)
(ἠπύω): loud-shouting, Il. 13.521†.
Greek Monolingual
βριήπυος, -ον (Α)
αυτός που φωνάζει με βροντώδη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρι- (πρβλ. βρίθω) + ηπύω «φωνάζω»].
Greek Monotonic
βρῐήπῠος: -ον (ἀπύω), αυτός που φωνάζει δυνατά, λέγεται για τον Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βρῐήπυος: громогласный, рыкающий (Ἄρης Hom.).
Middle Liddell
ἀπύω
loud-shouting, of Ares, Il.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριήπυος -ον [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’, ἠπύω hard schreeuwend.