δεκάπαλαι
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
[κᾰ], Adv. a very long time ago, Com. form of πάλαι (cf. δωδεκάπαλαι), Ar.Eq.1154, Philonid.8, Henioch.2.1.
Spanish (DGE)
(δεκάπᾰλαι)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. diez veces hace tiempo, hace mucho tiempo hipérb. cóm. sobre πάλαι Ar.Eq.1154, Philonid.8, Henioch.2.1, Phot.δ 152, Eust.725.40.
German (Pape)
[Seite 542] komisch verstärktes πάλαι, Ar. Equ. 1150; com. bei Ath. I, 23 e.
French (Bailly abrégé)
adv.
il y a bien longtemps.
Étymologie: δέκα, πάλαι.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπαλαι: ἐπίρρ., πρὸ πολλοῦ, πρὸ μακροῦ χρόνου, κωμικὸς τύπος τοῦ πάλαι, ὡς τὸ δωδεκάπαλαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154, Φιλωνίδ. Ἀδήλ. 21.
Greek Monolingual
δεκάπαλαι επίρρ. (Α)
πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι.
Greek Monotonic
δεκάπαλαι: επίρρ., προ πολλού, πριν πολύ καιρό, όπως το δωδεκάπαλαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δεκάπᾰλαι: adv. шутл. бесконечно давно Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάπαλαι [δέκα, πάλαι] komische woordvorming tien keer allang, ‘supersuperlang’.
Middle Liddell
very long ago, like δωδεκάπαλαι, Ar.