δαιτυμών
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
όνος, ὁ, (δαίς) one that is entertained, guest, (but in Od.4.621 of those who bring each his portion) Hom. only in plural, Od.7.102, 148, al, cf. Hdt. 1.73, etc.: in sg., Pl.R.345c, Arist.Pol.1282a22.
German (Pape)
[Seite 516] όνος, ὁ, der Schmausende, der Tischgenosse, der Gast; ἀνδρῶν δαιτυμόνων Hom. Odyss. 15, 467, ἀνδράσι δαιτυμόνεσσιν 22, 12; ohne ἀνήρ Odyss. 7, 102. 148. 8, 66. 473. 9, 7. 17, 605. In der unächten Stelle Odyss. 4, 621 nahmen Einige δαιτυμόνες = Köche, s. Scholl. und vgl. Wolf. Prolegg. p. 131 Spohn De extrema parte Odyss. p. 9 Nitzsch Anm. zu der Stelle. – Her. 1, 73. 119, öfter; Eur. Cycl. 605; comici; Plat. Rep. I, 345 c u. Sp., wie Luc. Parasit. 10; Sp. Dichter auch von Thieren, s. Lehrs Aristarch. p. 165.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
hôte invité à un repas.
Étymologie: δαιτύς.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτῠμών: -όνος, ὁ, (δαὶς) ὁ ἑστιώμενος, ὁ εἰς τράπεζαν προσκεκλημένος καὶ ξενιζόμενος, Ὅμ. μόνον κατὰ πληθ., Ὀδ. Η. 102, 148, κτλ.· οὕτως Ἡρόδ. 1. 73, κτλ.· - ἐν Ὀδ. Δ. 620 οἱ δαιτυμόνες εἰσὶν ἐρανισταί, ἤτοι σύνδειπνοι φέροντες ἕκαστος τὸ ἑαυτοῦ μερίδιον, ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ· ὁ Wolf, Προλεγ. σ. CXXXI, θεωρεῖ τοὺς στίχους 621-624 ὡς παρεμβλήτους· - καθ’ ἑνικ., Πλάτ. Πολιτ. 345C, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 14· τοῦ ξένων δαιτυμόνος, τοῦ τρεφομένου ἐκ τῶν (σαρκῶν τῶν) ξένων, Εὐρ. Κύκλ. 610.
Greek Monolingual
δαιτυμών (-όνος), ο (AM)
όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος
μσν.
(για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῦ τροφῆς»)
αρχ.
1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό
2. ο τρεφόμενος με κάτι, αυτός που τρώγει κάτι (για τον Κύκλωπα), «τοῦ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιτύς + (επίθημα) -μων].
Greek Monotonic
δαιτῠμών: -όνος, ὁ (δαίς), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος επισκέπτης, συνδαιτημόνας, ομοτράπεζος, στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ ξένων δαιτυμών, αυτός που τρέφεται από τη σάρκα των ξένων, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δαιτῠμών: όνος ὁ участник трапезы, сотрапезник, гость Hom., Her., Plat., Arst., Plut.: ὁ ξένων δ. Eur. пожиратель (своих) гостей, т. е. Полифем.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιτυμών -όνος, ὁ [δαιτύς] gast, disgenoot.
Middle Liddell
δαίς
one that is entertained, an invited guest, in plural, Hom., Hdt.:—in sg., Plat.; ὁ ξένων δαιτυμών who makes his meal on strangers, Eur.