εὔχυμος

From LSJ
Revision as of 19:56, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχῡμος Medium diacritics: εὔχυμος Low diacritics: εύχυμος Capitals: ΕΥΧΥΜΟΣ
Transliteration A: eúchymos Transliteration B: euchymos Transliteration C: eychymos Beta Code: eu)/xumos

English (LSJ)

ον,
A well-flavoured, Posidon.3J.; πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχυμος Arist.GA763b7: Comp., Plu.2.690a.
II productive of healthy humours, wholesome, Hp.Aff. 55, Gal.17(2).876.
III plump, in good condition, Ptol.Tetr.144.

German (Pape)

[Seite 1110] = εὔχυλος, wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un bon suc ; d'une saveur agréable;
Cp. εὐχυμότερος.
Étymologie: εὖ, χυμός.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῡμος: -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, Ποσειδώνιος, παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ ὑγρότης εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔχυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός
2. εύγευστος, γευστικός, νόστιμος
αρχ.
1. ο δημιουργός καλών, υγεινών χυμών
2. γεν. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση.
επίρρ...
εὐχύμως (Α)
με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική κατάσταση, υγιεινά.

Russian (Dvoretsky)

εὔχῡμος: досл. сочный, перен. вкусный (πρὸς τὴν ἐδωδήν Arst.; εὔ. καὶ τρόφιμος Plut.).