καπροφόνος

From LSJ
Revision as of 21:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπροφόνος Medium diacritics: καπροφόνος Low diacritics: καπροφόνος Capitals: ΚΑΠΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: kaprophónos Transliteration B: kaprophonos Transliteration C: kaprofonos Beta Code: kaprofo/nos

English (LSJ)

ον, killing wild boars, κύων AP9.83 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1324] Eber tödtend, κύων, Philp. 72 (IX, 83).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des sangliers.
Étymologie: κάπρος, πεφνεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

καπροφόνος: -ον, ὁ φονεύων κάπρους, καπροφόνος κύων Ἀνθ. Π. 9. 83.

Greek Monolingual

καπροφόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδροφόνος, δολοφόνος.

Greek Monotonic

καπροφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καπροφόνος: убивающий кабанов (κύων Anth.).

Middle Liddell

καπρο-φόνος, ον [*φένω
killing wild boars, Anth.