νεόσπορος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, newly sown, κῦμα A.Eu.659.
German (Pape)
[Seite 244] neu, frisch gefä't, erzeugt, κυμα, Aesch. Eum. 629.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semé ou répandu depuis peu.
Étymologie: νέος, σπείρω.
Greek (Liddell-Scott)
νεόσπορος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ σπαρείς, νεόσπαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 659.
Greek Monolingual
νεόσπορος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μτφ. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα («τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου», Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σπόρος.
Greek Monotonic
νεόσπορος: -ον (σπείρω), πρόσφατα σπαρμένος, φρεσκοσπαρμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νεόσπορος: вновь зачатый (κῦμα = κύημα Aesch.).
Middle Liddell
νεό-σπορος, ον σπείρω
newly sown, fresh-sown, Aesch.