κατάζευξις

From LSJ
Revision as of 21:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάζευξις Medium diacritics: κατάζευξις Low diacritics: κατάζευξις Capitals: ΚΑΤΑΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: katázeuxis Transliteration B: katazeuxis Transliteration C: katazefksis Beta Code: kata/zeucis

English (LSJ)

εως, ἡ, A yoking, τοῦ ζυγοῦ Hippiatr.103; βοῶν Porph. Abst.3.18: metaph., of marriage, Plu.2.750c. II opp. ἀνάζευξις, encamping, Id.Sull.28, etc.

German (Pape)

[Seite 1348] ἡ, die Verbindung, Plut. amat. 4; – das Ausruhen, Lageraufschlagen, Ggstz von ἀνάζευξις, Plut. Sull. 28 Anton. 47.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d'atteler, d'accoupler;
2 halte, campement.
Étymologie: καταζεύγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξις, ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ ἀνάζευξις, στρατοπέδευσις, ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.

Greek Monolingual

κατάζευξις, ἡ (AM) καταζεύγνυμι
1. σύζευξη ανδρογύνου
2. στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη· αντίθ. προς το ἀνάζευξις, στρατοπέδευση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατάζευξις: εως ἡ
1) сочетание, соединение (ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plut.);
2) устройство лагеря: πρόσταγμα καταζεύξεως δοῦναι Plut. приказать расположиться лагерем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάζευξις -εως, ἡ [καταζεύγνυμι] het opslaan van het kamp:. πρόσταγμα καταζεύξεως opdracht om het kamp op te slaan Plut. Sull. 28.11.

Middle Liddell

κατάζευξις, εως [from καταζεύγνῡμι]
a yoking together:—opp. to ἀνάζευξις, encamping, Plut.