νεήφατος

From LSJ
Revision as of 22:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεήφᾰτος Medium diacritics: νεήφατος Low diacritics: νεήφατος Capitals: ΝΕΗΦΑΤΟΣ
Transliteration A: neḗphatos Transliteration B: neēphatos Transliteration C: neifatos Beta Code: neh/fatos

English (LSJ)

ον, poet. for νεόφατος, newly revealed, ὄσσα h.Merc.443.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait entendre pour la première fois.
Étymologie: νέος, φημί.

Greek (Liddell-Scott)

νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ νεόφατος, νεωστὶ ἐκφωνηθείς, νεοφώνητος, νεωστὶ λεχθείς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 443, ἀντίθετον τῷ παλαίφατος.

Greek Monolingual

νεήφατος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φατος (< φημί), πρβλ. θεό-φατος, παλαί-φατος. Το -η- του τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].

Greek Monotonic

νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. λέξη αντί νεόφατος, αυτός που εκφωνήθηκε πρόσφατα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

νεήφᾰτος: впервые услышанный, совершенно новый (ὄσσα HH).

Middle Liddell

νεή-φᾰτος, ον
new-sounding, Hhymn.