κουροβόρος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον, devouring children, A.Ag.1512 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore (càd qui fait périr) les enfants.
Étymologie: κοῦρος, βιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
κουροβόρος: -ον, κατατρώγων παιδία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1512· ἴδε πάχνη.
Greek Monolingual
κουροβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, θυμο-βόρος].
Greek Monotonic
κουροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει παιδιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κουροβόρος: пожирающий детей Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουροβόρος -ον [κοῦρος, βιβρώσκω] kinderen verslindend; van verslonden kinderen:. δίκαν... πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει hij zal gerechtigheid brengen voor het geronnen bloed van de verslonden kinderen Aeschl. Ag. 1512.