παροψώνημα

From LSJ
Revision as of 07:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροψώνημα Medium diacritics: παροψώνημα Low diacritics: παροψώνημα Capitals: ΠΑΡΟΨΩΝΗΜΑ
Transliteration A: paropsṓnēma Transliteration B: paropsōnēma Transliteration C: paropsonima Beta Code: paroyw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, addition to the regular fare, dainty: metaph., εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς = a new relish to the pleasures of my bed, A.Ag.1447.

German (Pape)

[Seite 528] τό, = παρόψημα, leckerhaftes Nebengericht; übertr. sagt Aesch. Ag. 1447 ἐμοὶ δ' ἐπήγαγεν εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς, eine Nebenfreude.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mets friand ; fig. assaisonnement, agrément.
Étymologie: παρά, ὀψωνέω.

Greek (Liddell-Scott)

παροψώνημα: τό, προσθήκη τις εἰς τὴν συνήθη τροφήν, γλύκυσμα, μεταφορ., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς, νέα ἡδονὴ προστιθεμένη εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοίτης μου, Αἰσχύλου Ἀγ. 1447· πρβλ. παροψὶς Ι.

Greek Monolingual

τὸ, Α παροψωνώ
πρόσθετο εκλεκτό έδεσμα.

Greek Monotonic

παροψώνημα: -ατος, τό (ὀψωνέω), προσθήκη στο κανονικό φαγητό, ορεκτικό, λιχουδιά, μεταφ., παροψώνημα χλιδῆς, απόλαυση χλιδής, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροψώνημα -ατος, τό [παροψωνέω] eigenl. lekker hapje, bijgerecht, toetje: overdr.: εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς een toegift bij mijn wellustigheid in bed Aeschl. Ag. 1447.

Russian (Dvoretsky)

παροψώνημα: ατος τό досл. лакомое блюдо, лакомство, перен. дополнительное наслаждение Aesch.

Middle Liddell

παρ-οψώνημα, ατος, τό, ὀψωνέω
an addition to the regular fare, a dainty, metaph., π. χλιδῆς a new relish to luxury, Aesch.

English (Woodhouse)

dainty morsel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)