περιζώστρα
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ἡ, A apron, Anaxandr. 69. II ribbon twined round a garland, dub. in Theoc.2.122.
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 tablier;
2 bandelette.
Étymologie: περί, ζώννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
περιζώστρα: ἡ, περίζωμα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. ταινία περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ζώνη γύρω από κάτι
2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία
μσν.-αρχ.
ζώνη γύρω από κάτι
αρχ.
ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι με λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζώννυμι + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].
Greek Monotonic
περιζώστρα: ἡ,
I. ποδιά,
II. κορδέλα, ταινία πλεγμένη γύρω από στεφάνι, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
περιζώστρα: ἡ повязка Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] lint.
Middle Liddell
περι-ζώστρα, ἡ,
I. an apron.
II. a ribbon twined round a garland, Theocr.