προαπολείπω

Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A leave beforehand, οὐ π. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἢ χήρα γένηται, of doves, Arist.HA612b33; of water, quit certain places first, Id.Mete.352b11; π. τὴν τάξιν depart from the natural order first, Id.Rh. Al.1438a31. II intr., fail before or first, Hp.Mul.1.59: c.gen., fail before, i.e. in comparison with, τοῦ σώματος… ἡ ψυχὴ π. Antipho 5.93; προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ δύναμις Plu.2.789d:—Med., ib. 1078f. 2 desist first, Paus.2.1.5.

German (Pape)

[Seite 708] vorher verlassen, τάξιν, Arist. rhet. Al. 31, 5; sc. βίον, vorher sterben, ψυχή, Antiph. 5, 93; Hippocr. u. Folgde, wie Pausan.; Plut. S. N. V. 13.

French (Bailly abrégé)

abandonner auparavant;
Moy. προαπολείπομαι m. sign.
Étymologie: πρό, ἀπολείπω.

Greek (Liddell-Scott)

προαπολείπω: ἀπολείπω πρότερον, οὐ πρ. τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆροςχήρα γένηται, ἐπὶ περιστερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4· ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 14, 17· προαπολείπω τὴν πρᾶξιν, πρῶτος ἐγὼ ἐγκαταλείπω τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 31, 5. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀποκάμνω πρῶτος ἢ πρότερον, Ἱππ. 611. 17· μετὰ γεν., ἀποκάμνω πρότερον, δηλ. ἐν συγκρίσει πρός τι, τοῦ σώματος... πρ. ἡ ψυχὴ Ἀντιφῶν 149. 29· δύναμις προαπολείπει προθυμίας Πλούτ. 2. 789D· πρβλ. 797D· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐτόθι 1078F. 2) (ἐξυπακ. τὸν βίον), ἀποθνήσκω πρότερον, ὃς δὲ ἐπεχείρησε Πελοπόννησον ἐργάσασθαι νῆσον, προαπέλιπε διορύσσων τὸν Ἰσθμὸν Παυσ. 2. 1, 5.

Greek Monolingual

Α
1. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι προηγουμένως («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆροςχήρα γένηται», Αριστοτ.)
2. (για το νερό) παρουσιάζω έλλειψη εκ τών προτέρων
3. αποκάμνω πρώτος ή εκ τών προτέρων
4. φρ. α) «προαπολείπω τὴν πρᾱξιν» — εγκαταλείπω πρώτος εγώ τον τρόπο της ενέργειας
β) «προαπολείπω τὸν βίον» ή απλώς «προαπολείπω» — πεθαίνω πριν να τελειώσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπολείπω «αφήνω, εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

προαπολείπω: μέλ. -ψω, αμτβ., εγκαταλείπω εκ των προτέρων, αποτυγχάνω πρώτος, δηλ. σε σύγκριση με κάποιον άλλο, με γεν., σε Αντιφών.

Russian (Dvoretsky)

προᾰπολείπω:
1) ранее оставлять, первым покидать (τὴν κοινωνίαν Arst.);
2) тж. med. оставаться позади, уступать, отставать Lys.: προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ δύναμις Plut. силы отстают от рвения;
3) слабеть (οἱ Βορέαι προαπολείπουσι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-απολείπω eerst zijn kracht verliezen:. οἱ... βορέαι... προαπολείπουσι de noordenwinden verliezen al eerder hun kracht Plut. Sert. 8.4.

Middle Liddell

fut. ψω
intr. to fail before, i. e. in comparison of, c. gen., Antipho.