προανακρίνω

From LSJ
Revision as of 08:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανακρίνω Medium diacritics: προανακρίνω Low diacritics: προανακρίνω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: proanakrínō Transliteration B: proanakrinō Transliteration C: proanakrino Beta Code: proanakri/nw

English (LSJ)

[ῑ], A examine beforehand, of measures to be submitted to the vote of the people, opp. κρίνω, Arist.Pol.1298a31; conduct a preliminary investigation of lawsuits, opp. αὐτοτελεῖς κρίνειν, Id.Ath. 3.5. II inquire beforehand of, τινα Phld.Vit.p.29 J.

German (Pape)

[Seite 706] vorher ausfragen, prüfen, Arist. pol. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

demander ou examiner d'abord.
Étymologie: πρό, ἀνακρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

προανακρίνω: [ῑ], ἐξετάζω πρότερον, ἐπὶ τῶν μέτρων ἅτινα πρέπει νὰ ὑποβληθῶσιν εἰς τὴν ψῆφον τοῦ λαοῦ, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 7.

Greek Monolingual

ΝΑ ἀνακρίνω
υποβάλλω κάποιον σε προανάκριση
αρχ.
1. (για τα μέτρα που πρέπει να υποβληθούν στην ψήφο του λαού) εξετάζω κάτι προηγουμένως
2. κάνω προανάκριση.

Greek Monotonic

προανακρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, εξετάζω από πριν, λέγεται για μέτρα που πρέπει να ανατεθούν στην κρίση του λαού, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ανακρίνω een voorlopig oordeel vellen.

Russian (Dvoretsky)

προᾰνακρίνω: (ῑ) предварительно обсуждать, т. е. разрабатывать проект: περὶ μηδενὸς κρίνειν, ἀλλὰ μόνον π. Arst. не принимать никаких решений, а лишь представлять проекты.

Middle Liddell

fut. -κρῐνῶ
to examine before, of the measures to be submitted to the vote of the people, Arist.