ἀλοκίζω

From LSJ
Revision as of 11:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοκίζω Medium diacritics: ἀλοκίζω Low diacritics: αλοκίζω Capitals: ΑΛΟΚΙΖΩ
Transliteration A: alokízō Transliteration B: alokizō Transliteration C: alokizo Beta Code: a)loki/zw

English (LSJ)

(ἄλοξ) prop. trace furrows: hence, write, draw, with play on words, Ar.V.850:—Pass., pf. part. ἠλοκισμένος scratched, torn, Lyc.119,381.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
trazar surcos στήθη μὲν ἠλόκισε un jabalí con su colmillo en el pecho de un perro GLP 109.1.7
fig. ἀλοκίζειν ... τὸ χωρίον hacer un surco en el terrenito e.d. trazar una línea condenatoria en una tablilla Ar.V.850
surcar en v. pas. ἐπακτίαν ... ἠλοκισμένην Lyc.119
despedazar en v. pas. ὅσων δὲ θύννων ἠλοκισμένων Lyc.381.

German (Pape)

[Seite 109] eine Furche ziehen, furchen, Ar. Vesp. 850; übertr., ritzen, verwunden, Lycophr. öfter.

French (Bailly abrégé)

tracer un sillon ; fig. en parl. des rides.
Étymologie: ἄλοξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοκίζω: (ἄλοξ) ἀρότρῳ τέμνω, ἀνοίγω αὔλακα ἢ δίοδον, χαράσσω, σημαίνει καὶ τὸ γράφω ἢ ἰχνογραφῶ ἐπὶ πινακιδίων κεχρισμένων διὰ κηροῦ (πρβλ. τὸ Λατ. ex-arare), Ἀριστοφ. Σφ. 850: - Παθ. μετοχ. πρκμ. ἠλοκισμένος, ηὐλακισμένος ἢ μεταφ. τετραυματισμένος, Λυκόφρ. 119, 381, κτλ.· πρβλ. καταλοκίζω.

Greek Monolingual

ἀλοκίζω (Α) ἄλοξ
1. αυλακιάζω, ανοίγω αυλάκι (με το αλέτρι)
2. χαράζω γράμματα, γράφω πάνω σε επιφάνεια αλειμμένη με κερί.

Greek Monotonic

ἀλοκίζω: μέλ. -σω (ἄλοξ), χαράσσω αυλάκια πάνω σε κέρινες πλάκες, ιχνογραφώ, τραβώ γραμμές (πρβλ. Λατ. ex-arare), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλοκίζω: (ᾰ) досл. проводить борозды, покрывать бороздами, перен. исчерчивать, исписывать (τι Arph.).

Middle Liddell

ἄλοξ
to trace furrows in waxen tablets, to write, draw (cf. Lat. ex-arare), Ar.