ἀλεξητήρ

From LSJ
Revision as of 11:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

German (Pape)

[Seite 92] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 (ἅπαξ εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 θυμός.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui vient au secours de, qui soutient, défenseur de.
Étymologie: ἀλέξω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες εἶναι, Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que es baluarte o salvaguarda de un guerrero, c. gen. μάχης Il.20.396, ἐνυοῦς Nonn.D.9.313
c. dat. ταῖς πατρίσιν X.Oec.4.3
abs. θυμός Opp.H.4.42, de Dios, Meth.Res.1.42.3.
2 curador, remediador, protector λοιμοῦ ἀ. A.R.2.519, de Heracles κακῶν IG 14.1003.25 (Roma), de Asclepio νόσοιο SEG 34.325.3 (Megalópolis II/I a.C.), cf. IG 10(2).2.302.7 (III d.C.).

Greek Monolingual

ἀλεξητήρ (-ῆρος), ο
θηλ. ἀλεξήτειρα (Α)
1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει
2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θ. του ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος.

Greek Monotonic

ἀλεξητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλέξω), αυτός που κρατά μακριά, απομακρύνει, ἀλ. μάχης, αυτός που αναχαιτίζει την μάχη, υπερασπιστής, υπέρμαχος, προστάτης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξητήρ: ῆρος ὁ защитник, хранитель (ἀ. τινι εἶναι Xen.): ἀ. μάχης Hom. защитник в бою.

Middle Liddell

ἀλέξω
one who keeps off, ἀλ. μάχης a stemmer of battle, a champion, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεξητήρ -ῆρος, ὁ ἀλέξω afweerder, beschermer :. ἀ. μάχης afweerder van de strijd Il. 20.396.