ἀνεμέσητος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, (νέμεσις) not incurring the wrath of God, Pl.Cra. 401a: εἰ-ητον εἰπεῖν Id.Smp.195a; also, not liable to blame, ἀ. [ἐστι] . . τινί, c. inf., Id.Tht.175e, Aeschin.3.66,Epicur.Fr.161,etc. Adv. -τως Pl.Lg.684e.
Spanish (DGE)
-ον
1 lícito, no expuesto a censura, que no concita envidia Pl.Cra.401a, cf. D.Chr.11.147
•c. inf. εἰπεῖν Pl.Smp.195a, cf. D.C.36.17, I.AI 4.33, 6.87
•c. inf. y dat. ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν a quien no es censurable que parezca tonto (el filósofo), Pl.Tht.175e, cf. Aeschin.3.66.
2 adv. -ως en forma no censurable Pl.Lg.684e.
German (Pape)
[Seite 222] tadellos, Plat. Theaet. 175 e; ἀν. ἦν αὐτῷ πράττειν Aesch. 3, 66, man konnte es ihm nicht verargen; Luc. D. Mort. 18, 2; εἰ θέμις καὶ ἀν. εἰπεῖν, wenn man es, ohne Jemand zu beleidigen, sagen darf, Plat. Conv. 195 a; ohne Beleidigung, καλῶς καὶ ἀνεμεσήτως Legg. III, 684 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’excite pas l'envie, exempt de blâme ; ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ avec l'inf. PLAT il lui était loisible de ; ἀνεμέσητον εἰπεῖν PLAT on peut dire sans encourir de blâme.
Étymologie: ἀ, νεμεσάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμέσητος: -ον, ὁ μὴ νεμεσητός, ὁ μὴ ἄξιος μομφῆς, τοῦτο γὰρ ἀνεμέσητον, δὲν δύναταί τις νὰ τὸ κατακρίνῃ, Πλάτ. Κρατ. 401Α· μετ’ ἀπαρ., εἰ θέμις καὶ ἀνεμέσητον εἰπεῖν ὁ αὐτ. Συμπ. 195Α, ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν... ὅταν εἰς δουλικὰ ἐμπέσῃ διακονήματα Θεαίτ. 175Ε, ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ πράττειν τὰ συμφέροντα, ἀνεπίληπτον ἦν αὐτῷ, Αἰσχίν. κατὰ Κτησιφ. 66. 3. ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 684Ε.
Greek Monolingual
ἀνεμέσητος, -ον (Α)
1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει τη νέμεση, μη αξιόμεμπτος, μη κατακριτέος
2. αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, αβάσκαντος.
Greek Monotonic
ἀνεμέσητος: -ον, μη άξιος μομφής, μη άξιος κατάκρισης, προσβολής, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμέσητος: не заслуживающий порицания, не зазорный (τινι Aeschin., Plut., Luc.): εἰ θέμις καὶ ἀνεμέσητον εἰπεῖν Plat. если позволено так выразиться; περὶ τοῦτο φαίνεται γεγονὼς οὑκ ἀ. Plut. в этом отношении, по-видимому, он не избежал кары.