ἀντωνέομαι
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A buy instead, X.Oec.20.26, Men.438.3: metaph., κλέος ἀείμνηστον ἀ. Jul.Or.1.42b. 2 bid against, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο And.1.134; ἀ. ἀλλήλοις Lys.22.9; ὁ ἀντωνούμενος rival bidder, D. 18.239.
Spanish (DGE)
1 comprar a cambio ἄλλον X.Oec.20.26, ἅβραν Men.Fr.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3
•fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.Or.1.42b.
2 pujar en contra οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.Myst.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δούς PIand.100.9 (IV d.C.)
•ὁ ἀντωνούμενος pujador rival D.18.239.
German (Pape)
[Seite 265] (s. ὠνέομαι), 1) dafür, anstatt dessen kaufen, Xen. Oec. 20, 26. – 2) mit-, gegenbieten, Andoc. 1, 134; den Kauf streitig machen, Dem. 18, 239; ἀλλήλοις, einander überbieten, Lys. 22, 9.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 acheter à la place d'un autre;
2 enchérir sur (qqn).
Étymologie: ἀντί, ὠνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντωνέομαι: ἀποθ., ἀγοράζω ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) προσφέρω ἀνωτέραν τιμὴν ὡς ἀντίπαλος ἀγοραστής, παρουσιάζομαι καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, ἀντίπαλος πλειοδότης, Δημ. 307. 6.
Greek Monotonic
ἀντωνέομαι: παρατ. -εωνούμην, αποθ.,
1. αγοράζω αντί άλλου, σε Ξεν.
2. προσφέρω μεγαλύτερη τιμή, ἀλλήλοις, σε Λυσ.· ὁ ἀντωνούμενος, ο αντίπαλος αγοραστής, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντωνέομαι:
1) покупать взамен Xen., Men.;
2) участвовать в торгах, соперничать в купле, надбавлять цену (ἀ. ἀλλήλοις Lys.; ταῖς τιμαῖς ἀ. Plut.): ὁ ἀντωνούμενος Dem. участник торгов.
Middle Liddell
1. Dep to buy instead, Xen.
2. to bid against, ἀλλήλοις Lys.; ὁ ἀντωνούμενος a rival bidder, Dem.