ἀντεπέξειμι
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
(εἶμι ibo) march out to meet an enemy, πρός τινα Th.7.37: abs., X.Cyr.3.3.30, etc.
Spanish (DGE)
avanzar a su vez contra πρὸς τοὺς ἀπὸ τοῦ Ὀλυμπείου ... ἀντεπεξῇσαν Th.7.37, ἐπ' αὐτούς Luc.Bacch.3, σφισιν D.C.48.40.2
•abs. X.Cyr.3.3.30, op. ἐπέξειμι Polyaen.1.14.
German (Pape)
[Seite 246] (s. εἶμι), gegen den anrückenden Feind ausrücken, Thuc. 7, 37; Xen. Cyr. 3, 3, 30 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀντεπεξῇν;
sortir pour marcher contre.
Étymologie: ἀντί, ἐπέξειμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπέξειμι: (εἶμι) ἀντεπεξέρχομαι κυρίως κατ’ ἐχθροῦ, πρός τινα Θουκ. 7. 37∙ ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 3. 3, 30, κτλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀντεπέξειμι: (εἶμι, ibo), βαδίζω για να συναντήσω εχθρό, πρός τινα, σε Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπέξειμι: выходить навстречу (πρὸς τοὺς ἱππέας Thuc.), (контр)атаковать Xen.
Middle Liddell
εἶμι ibo]
to march out to meet an enemy, πρός τινα Thuc.; absol., Xen.