ἀπομισθόω
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
let out for hire, γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Th.3.68; χωρίον τινί Lys.7.9; ὥσπερ . . ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα Pl.R.475d; farm out by contract, IG1.26a10, al.; ἀναγραφήν Milet.7.69 (Didyma), etc.: c. inf., ἀ. ποιεῖν τι ὡς ἂν δύνωνται ὀλιγίστου contract for .., Lexap.D. 43.58.
Spanish (DGE)
arrendar, dar en arriendo o alquiler γῆν Th.3.68, SB 7450.19 (III d.C.), cf. PCornell 8.2, χωρίον ... Καλλιστράτῳ Lys.7.9, τὴν τροφὴν ... τῶν ἱερῶν χηνῶν Plu.2.287b, τὴν τοῦ σίτου δεκάτην Polyaen.2.34, en v. pas. οὐσία ἀπομεμισθωμένη BGU 569.2.2
•fig. τὰ ὦτα Pl.R.475d, τοὺς ὀφθαλμούς Philostr.Im.2.17.11
•poner a sueldo αὑτὸν ἀπεμίσθωσε τοῖς τοὺς λίθους ἐργαζομένοις X.Eph.5.8.2
•adjudicar c. ac. de pers. y cosa τὴν δὲ στήλη[ν] καὶ ἀναγραφὴν ἀπομισθῶσαι τοὺς τειχοποιούς Didyma 480.23
•c. ac. de pers. τοὺς πωλητάς IG 13.45.10 (V a.C.)
•c. inf. ὁ μὲν δήμαρχος ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι (el cadáver de un esclavo), Ley en D.43.58.
German (Pape)
[Seite 315] um Sold verdingen, Plat. Rep. V, 475 d; c. inf., ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι Dem. 43, 58 im Gesetz; verpachten, γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Thuc. 3, 68; Lys. 7, 9 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner contre salaire : γῆν THC donner une terre à loyer.
Étymologie: μισθόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομισθόω: ἐκμισθώνω, δίδω ἐπὶ μισθῷ, γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Θουκ. 3. 68· χωρίον τινὶ Λυσ. 109. 10· ὥσπερ… ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα Πλάτ. Πολ. 475D· μετ’ ἀπαρ., ὁ μὲν δήμαρχος ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι… ὅπως ἂν δύνηται ὀλιγίστου, ὁ δήμαρχος ἂς βάλῃ τινὰς ἐργολαβικῶς νὰ σηκώσωσι καὶ νὰ θάψωσι (τοὺς νεκροὺς)… μὲ ὅσον εἰμποροῦν ὀλιγώτερα ἔξοδα» Νόμ. παρὰ Δημ. 1069. 20· οὕτως, ἀπομισθῶ τὴν στήλην, δίδω νὰ τὴν κατασκευάσωσιν ἐργολαβικῶς, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 1. σ. 9 (παράρτ.).
Greek Monotonic
ἀπομισθόω: μέλ. -ώσω, εκμισθώνω, παραχωρώ κάτι απαιτώντας μίσθωμα, σε Θουκ.· με απαρ., ἀπομισθόω ποιεῖν τι, μισθώνω, παραχωρώ εργολαβία για την εκτέλεση ενός έργου, σε Νόμ. παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομισθόω:
1) разрешать за плату (ποιεῖν τι Dem.);
2) сдавать в наем, отдавать в аренду (γῆν Thuc.; χωρίον τινί Lys.; ирон. τὰ ὦτα Plat.).
Middle Liddell
to let out for hire, Thuc.;—c.inf., ἀπ. ποιεῖν τι to contract for the doing of a thing, Lex ap. Dem.