ἐπιρρύζω

From LSJ
Revision as of 15:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρύζω Medium diacritics: ἐπιρρύζω Low diacritics: επιρρύζω Capitals: ΕΠΙΡΡΥΖΩ
Transliteration A: epirrýzō Transliteration B: epirryzō Transliteration C: epirryzo Beta Code: e)pirru/zw

English (LSJ)

set a dog on one, ἐπί τινα Ar.V.705, acc. to Sch. and Hsch. (where also ἐπιρροφ-ρροίζειν); cf. ῥύζω.

French (Bailly abrégé)

exciter (un chien), ἐπί τινα contre qqn.
Étymologie: ἐπί, ῥύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρύζω: παρορμῶ, ἐναντίον τινός, ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα ἐπιρρύξας Ἀριστοφ. Σφ. 705, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., ἀλλ’ ὅμως πρβλ. ῥύζω.

Greek Monolingual

ἐπιρρύζω (Α) ρύζω
(κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῖς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιρρύζω: εξαπολύω σκύλο πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρύζω: натравливать (ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα Arph.).

Middle Liddell

to set a dog on one, Ar.