ὀρφανίζω

From LSJ
Revision as of 17:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνίζω Medium diacritics: ὀρφανίζω Low diacritics: ορφανίζω Capitals: ΟΡΦΑΝΙΖΩ
Transliteration A: orphanízō Transliteration B: orphanizō Transliteration C: orfanizo Beta Code: o)rfani/zw

English (LSJ)

A make orphan, make destitute, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς E.Alc.276 (anap.); ἀμὸν βίον ὠρφάνισσε (prob. cj., -ισε codd.) ib.397: c. gen., rob, bereave of a thing, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς, Theoc.Ep.5.6, AP7.483; βιότου IG12(8).441.8 (Thasos); ὀ. κακὰν γλῶσσαν ὀπός rob Slander of her voice, Pi.P. 4.283:—Pass., to be bereaved, τῶν φίλων Gorg.Hel.7; ἐκ δυοῖν . . ὠρφανισμένος βίον (βίου codd.) S.Tr.942 : abs., to be left in orphanhood, Pi. P.6.22. II sweep away, Ἅιδης . . ἐλπίδας ὠρφάνισεν Epigr.Gr.233.10 (Chios).

German (Pape)

[Seite 388] verwaisen, zur Waise machen, ὁθοὔνεκ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ' ὠρφανισμένος βίου, des Vaters u. der Mutter, Soph. Trach. 938; Πηλείδης ὀρφανιζόμενος, der von den Eltern entfernt ist, Pind. P. 6, 22; übh. berauben, τινά τινος, z. B. γλῶσσαν ὀπός, 4, 283; Eur. Alc. 398.

French (Bailly abrégé)

1 rendre orphelin ; Pass. être orphelin : ἐκ δυοῖν SOPH des deux côtés;
2 p. ext. priver : τινά τινος, qqn de qch.
Étymologie: ὀρφανός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, κάμνω τινὰ ὀρφανόν, ἔρημον, ἀπορφανίζω, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς Εὐρ. Ἄλκ. 276· ἀμὸν βίον ὠρφάνισεν αὐτόθι 397· ― μετὰ γεν., ἀποστερῶ, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 6, Ἀνθολ. Π. 7. 483· ὀρφ. κακὰν γλῶσσαν ὀπός, ἀφαιρῶ τὴν κακολογίαν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτῆς, Πινδ. Π. 4. 504. ― Παθ., στεροῦμαι, μένω ὀρφανός, πατρὸς ... ὠρφανισμένος βίου Σοφ. Τρ. 942· μένω ἐν ὀρφανία, Πινδ. Π. 6. 22. ΙΙ. ἀποκομίζω, Ἅιδης ... ἐλπίδας ὠρφάνισεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 10.

English (Slater)

ὀρφᾰνίζω
   a act., deprive c. acc. & gen. ὀρφανίζει μὲν κακὰν γλῶσσαν φαεννᾶς ὀπός (P. 4.283)
   b pass., be separated from one's parents ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ (“aus dem Elternhause fortgeschickt,” Wil., 138) (P. 6.22)

Greek Monolingual

ὀρφανίζω) ορφανός
κάνω κάποιον ορφανό, του στερώ τους γονείς
αρχ.
1. στερώ, αποστερώ («ὀρφανίζεσθαι τῶν φίλων», Γοργι.)
2. εκβάλλω, αφαιρώ
3. απαλείφω, εξαλείφω.

Greek Monotonic

ὀρφᾰνίζω: (ὀρφανός), Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὠρφάνισα· κάνω κάποιον ορφανό, απορφανίζω, αποστερώ, σε Ευρ.· με γεν., στερώ από κάτι, σε Πίνδ. — Παθ., στερούμαι από, σε Σοφ.· απόλ., εγκαταλείπομαι στην ορφάνια, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρφᾰνίζω:
1) делать сиротой (τοὺς παῖδας Eur.): βίον τινὸς ὀ. Eur. сделать сиротой кого-л. на всю жизнь; ἐκ δυοῖν ὠρφανισμένος Soph. оставшийся без отца и матери;
2) лишать (τινὰ ζωᾶς Anth.; τινὰ ὕπνου Theocr.; κακὰν γλῶσσαν ὀπός Pind.).

Middle Liddell

ὀρφανός
to make orphan, make destitute, Eur.:—c. gen. to bereave of a thing, Pind.:—Pass. to be bereaved of, Soph.: absol. to be left in orphanhood, Pind.