ὁσιόω
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
A make holy, Med., keep oneself pure, E.Ba.114, v.l. in 70 (both lyr.):— Pass., to be purified, hallowed, ὁσιωθείς Id.Fr.472.15 (anap.); ὡσιώθησαν αἱ ἡμέραι X.HG3.3.1; of the souls of men, Plu.Rom.28. 2 abs., make things pure, do what heaven requires, φυγαῖσι by banishing the murderer, E.Or.515; τὸ τὸν κατιόντα ὁσιοῦν καὶ καθαίρεσθαι D.23.73; ὁσιοῦν [τινα] τῇ γῇ satisfy divine law by throwing earth, Philostr. Her.10.7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ὡσίουν, ao. Pass. ὡσιώθην;
1 sanctifier, purifier par un sacrifice, acc.;
2 consacrer.
Étymologie: ὅσιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσιόω: κάμνω τινὰ ὅσιον, ἅγιον, ἐλεύθερον πάσης ἐνοχῆς δι’ ἱλαστηρίων προσφορῶν, Λατ. expiare, φυγαῖς ὁσιοῦν, ἐξαγνίζειν διὰ τῆς ἐξορίας, Εὐρ. Ὀρ. 515· ὁσιοῦν ἡμέρας, ἴδε L. Dind. εἰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 1. ― Μέσ., στόμα ὁσιοῦσθαι = στόμα ὅσιον ἔχειν, τηρεῖν τὴν γλῶσσαν ἁγνήν, μὴ λέγειν βέβηλα, Εὐρ. Βάκχ. 70, πρβλ. 114 · ― Παθ., ἐξαγνίζομαι, ὁσιωθεὶς Εὐρ. Ἀποσπ. 405a. 15· ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, Πλουτ. Ρωμ. 28. 2) ἐν Δημ. 644. 9, τὸ τὸν κατιόντα ὁσιοῦν καὶ καθαίρεσθαι, τὸ ὁσιοῦν φαίνεται ὅτι κεῖται ἀπολ., ποιεῖν ἐξιλέωσιν ἢ ἱλασμόν, ΙΙ. ὁσιοῦν τινα τῇ γῇ θάπτειν τινὰ ἐξ εὐσεβείας, Φιλόστρ. 714.
Greek Monotonic
ὁσιόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ ιερό, εξαγνίζω, απελευθερώνω από την ενοχή μέσω προσφορών, Λατ. expiare, σε Ευρ. — Μέσ., στόμα ὁσιοῦσθαι, κρατώ τη γλώσσα μου αγνή, δεν μιλώ βέβηλα, ασεβώς, στον ίδ.· Παθ., είμαι εξαγνισμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁσιόω:
1) культ. подвергать очищению, очищать (ὁ. καὶ καθαίρεσθαι τὸν κατιόντα Dem.): ὁ. φυγαῖσι Eur. очищать (от преступления) посредством изгнания; ἐν τελετῇ ὁσιοῦσθαι Plut. при посвящении в таинства подвергнуться обряду очищения, быть посвящаемым;
2) культ. быть чистым: στόμα εὔφημον ὁσιοῦσθαι Eur. хранить благоговейное молчание (лат. favere lingua).
Middle Liddell
to make holy, purify, set free from guilt by offerings, Lat. expiare, Eur.:—Mid., στόμα ὁσιοῦσθαι to keep one's tongue pure, not to speak profanely, Eur.:—Pass. to be purified, Plut.