κακόνοια

From LSJ
Revision as of 20:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόνοια Medium diacritics: κακόνοια Low diacritics: κακόνοια Capitals: ΚΑΚΟΝΟΙΑ
Transliteration A: kakónoia Transliteration B: kakonoia Transliteration C: kakonoia Beta Code: kako/noia

English (LSJ)

ἡ, ill-will, malice, opp. εὔνοια, Lys.22.16, X.An.7.7.45, Cyr.3.1.38, D.21.204, Ph.2.120, al.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, üble Gesinnung, Feindschaft; καὶ πανουργία Lys. 22, 16; Xen. Cyr. 3, 1, 38; Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, hostilité.
Étymologie: κακόνοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόνοια -ας, ἡ κακόνοος vijandigheid.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόνοια:неприязнь, вражда, злоба Xen., Lys., Plut.

Greek Monolingual

η (AM κακόνοια) κακόνους
1. δυσμένεια, εχθρότητα, εχθρική διάθεση («οὐ γὰρ κακονοίᾳ τῆ σῆ τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ' ἀγνοίᾳ», Ξεν.)
2. δυστροπία, στρεβλότητα χαρακτήρα, κακοτροπία, αναποδιά.

Greek Monotonic

κᾰκόνοια: ἡ, κακός σκοπός, κακεντρέχεια, μοχθηρία, κακή πρόθεση, δόλος, σε Ξεν., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

κακόνοια: ἡ, τὸ κακῶς διακεῖσθαί τινι, δυσμένεια, ἀντίθετον τῷ εὔνοια, Λυσ. 165. 33, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46, Κύρ. 3. 1, 38, Δημ. 243. 19., 580. 2.

Middle Liddell

κᾰκόνοια, ἡ,
ill-will, malignity, malice, Xen., Dem.

English (Woodhouse)

against, disaffection, hostility, ill-will

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)