κατακνάω

From LSJ
Revision as of 23:16, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακνάω Medium diacritics: κατακνάω Low diacritics: κατακνάω Capitals: ΚΑΤΑΚΝΑΩ
Transliteration A: kataknáō Transliteration B: kataknaō Transliteration C: kataknao Beta Code: katakna/w

English (LSJ)

A scrape away, ἀπόκριναι... εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἅλαβες whether you did not scrape away, make away with…, Ar. V.965; -κνήσας (-κνίσας codd.) [τοῦ κηροῦ] τὸ λευκόν Dsc.2.83:— Pass., κατακνησθείην Ar.Eq.771; κηρὸς -κεκνησμένος wax scrapings, Asclep. ap. Gal.13.1022. 2 v. κατακνίζω 11.3.

German (Pape)

[Seite 1354] (s. κνάω), zerschaben, zerkratzen, zerreiben; vom Käse, κατέκνησας Ar. Vesp. 965; Pass., Jucken empfinden.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 gratter, racler;
2 couper en petits morceaux ; partager, distribuer.
Étymologie: κατά, κνάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κνάω afschrapen. overal krabben, in tmesis:. κατὰ μὲν χρόα πάντ’ ὀνύχεσσι... κνάσαιο moge jij met je nagels je hele lichaam krabben Theocr. 7.109.

Russian (Dvoretsky)

κατακνάω: досл. сцарапывать, соскребать, перен. утаивать в свою пользу (τί τινι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κατακνάω: καταξέω, τέμνω καὶ μερίζω, ἀπόκριναι…, εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἄλαβες, ἂν δὲν διένειμας ἢ κατέξευσας τοὺς τυροὺς διὰ τῆς τυροκνήστεως, Ἀριστοφ. Σφ. 965∙- ὡσαύτως, -κναίω, Θεμίστ. 562Β. Πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ κατακνίζω.

Greek Monotonic

κατακνάω: μέλ. -κνήσω, αποξύνω, απομακρύνω, διώχνω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -κνήσω
to scrape away, make away with, Ar.